Ο νομός Καρδίτσας είναι ένας από τους 51 νομούς της Ελλάδας και ανήκει γεωγραφικά αλλά και διοικητικά στην περιφέρεια της Θεσσαλίας.
Συγκεκριμένα είναι ένας από τους τέσσερις νομούς της Θεσσαλίας. Έχει έκταση 2.576 τ.χλμ. και πληθυσμό 129.541 κατοίκους (απογραφή 2001).
Πρωτεύουσα του νομού είναι η ομώνυμη πόλη της Καρδίτσας με πληθυσμό 32.031 κατοίκους.
Στο Νομό Καρδίτσας βρίσκεται η Λίμνη Πλαστήρα, το φράγμα της οποίας απέχει περίπου 50 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης της Καρδίτσας. Από το νομό έλκουν την καταγωγή τους ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Χαρίλαος Φλωράκης και ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ.
Η πόλη της Καρδίτσας
Η Καρδίτσα είναι πόλη της Ελλάδας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού Καρδίτσας, του άλλοτε νομού Θεσσαλιώτιδας, της Θεσσαλίας. Κατά την απογραφή του 2001 το δημοτικό διαμέρισμα Καρδίτσας είχε πληθυσμό 32.252 κατοίκους. Το 1950 αριθμούσε περίπου 14.000.
Βρίσκεται στο μέσον σχεδόν της Θεσσαλικής πεδιάδας και παραρρέεται από παραπόταμο του Πηνειού λεγόμενος και “ποταμός της Καρδίτσας”. Η πόλη συνοικίσθηκε επί Τουρκοκρατίας, το δε όνομά της αν και πολλοί θεωρούν σλαβικό εντούτοις είναι ελληνικό από το “καρυδίτσα” κατά την ιδιάζουσα μορφή του νεοθεσσαλικού ιδιώματος.
Η πόλη φημίζεται για την καλή ρυμοτομία της, μια και είναι πεδινή, τους πολλούς πεζόδρομους και το πρώτο δίκτυο ποδηλατοδρόμων. Σε κεντρικό σημείο της πόλης βρίσκεται το υπέροχο άλσος του Παυσιλύπου, με τα ελεύθερα παγώνια, στην άκρη του οποίου δεσπόζει ο ιστορικός μητροπολιτικός ναός των Αγίων Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Ελένης. Στη δυτική άκρη του άλσους έχει ανεγερθεί ο έφιππος ανδριάντας του Νικολάου Πλαστήρα. Κοντά στην πόλη υπάρχει επίσης το δάσος της Παπαράντζας (Χίλια Δέντρα), όπου βρίσκεται το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία.
Διοικητική διαίρεση
Η Καρδίτσα είναι το μεγαλύτερο δημοτικό διαμέρισμα και έδρα του δήμου Καρδίτσας, ο οποίος είχε πληθυσμό 37.768 κατοίκους κατά την απογραφή του 2001. Στον δήμο περιλαμβάνονται τα δημοτικά διαμερίσματα Αγιοπηγής, Αρτεσιανού, Καρδίτσας, Καρδιτσομαγούλας, Παλαιοκκλησίου και Ρούσσου.
Πληθυσμός
Το κυρίαρχο πληθυσμιακό στοιχείο του θεσσαλικού κάμπου και κυρίως του πεδινού τμήματος του νομού (που αποτελεί το 49% της συνολικής του έκτασης) είναι οι Καραγκούνηδες. Θεωρούνται άμεσοι απόγονοι των πρώτων κατοίκων της περιοχής εδώ και 3000 χρόνια περίπου. Η ετυμολογία της λέξης Καραγκούνης αποτελεί δύσκολη υπόθεση. Μια πρώτη εξήγηση αναφέρει ότι το πρώτο συνθετικό (καρά-) τουρκικής προέλευσης παραπέμπει στο μαύρο χρώμα, ενώ όσο αφορά το δεύτερο (-γκουν) ίσως στο γκούνα (κατεργασμένο δέρμα ζώου), ή στο τούρκικο γιουνάν (Ελληνες), ή κατά άλλους μαύρη γούνα ή μαύρο γένος με την έννοια του φοβερού. Άλλη ερμηνευτική προσπάθεια, λιγότερο ή περισσότερο βάσιμη σχετίζεται με το ελληνικό κάρα (κεφαλή) + το ρήμα κουνώ (καθόσον οι καραγκούνηδες συνήθιζαν αντί για την καταφατική απάντηση ναι να κουνούν το κεφάλι τους). Θεωρούνται άνθρωποι ολιγαρκείς, καλοί πεζοπόροι και ιππείς και ιδιαίτερα ανθεκτικοί στις αντίξοες συνθήκες λόγω του ηπειρωτικού κλίματος της περιοχής. Επίσης είναι γνωστή η ευθύτητα στη συμπεριφορά τους και η φιλοξενία. Τέλος σπουδαία είναι η λαϊκή παράδοση τους και εξίσου χαρακτηριστικά τα έθιμα τους.
Ιστορία
Η Καρδίτσα είναι η νεότερη από τις υπόλοιπες τρεις θεσσαλικές πρωτεύουσες παρόλο που ο νομός κατοικήθηκε από την αρχή της παλαιολιθικής εποχής. Το όνομα της προήλθε πιθανότητα από το γεγονός ότι βρίσκεται στην καρδία-μέσο της Ελλάδος και του Θεσσαλικού κάμπου. Η πρώτη αναφορά για τον οικισμό γίνεται από τον Άγγλο περιηγητή Leake το 1810, ενώ θα γίνει επίσημα δήμος το 1882 ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση της από τους Τούρκους. Στις 12 Μαρτίου 1943 η Καρδίτσα γίνεται η πρώτη ελεύθερη πόλη της Ευρώπης με την βοήθεια των αγωνιστών του Ε.Λ.Α.Σ, ενώ κατά την διάρκεια της αντίστασης στο οροπέδιο της σημερινής λίμνης Πλαστήρα λειτούργησε συμμαχικό αεροδρόμιο.
Η μάχη της Καρδίτσας
Τον Δεκέμβριο του 1948 στη Καρδίτσα συνέβη μια από τις φονικές μάχες του εμφυλίου πολέμου, όταν ισχυρές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ) επιτέθηκαν στην πόλη. Συγκεκριμένα, συγκεντρώθηκαν τη νύχτα της 11ης προς 12η Δεκεμβρίου σε ορεινή περιοχή δυτικά της Καρδίτσας η 1η και 2η μεραρχία του ΔΣΕ καθώς και μια ταξιαρχία ιππικού υπό τον Κώστα Καραγιώργη και κινήθηκαν προς την Καρδίτσα. Από το απόγευμα της 11ης Δεκεμβρίου αρκετοί αντάρτες του ΔΣΕ είχαν μπει στην πόλη σαν φιλήσυχοι πολίτες. Για την ασφάλεια της Καρδίτσας είχε διατεθεί δύναμη 600 ανδρών με πυροβολικό καθώς και περίπου 90 οπλίτες χωροφύλακες που ήταν κατανεμημένοι σε εξωτερικά φυλάκια και σε ορισμένα κέντρα αντίστασης μέσα στην πόλη.
Η δύναμη του ΔΣΕ, αφού απέκοψε προηγουμένως με διάφορα αποσπάσματα την συγκοινωνία προς την Καρδίτσα ανατινάζοντας γέφυρες και απομονώνοντας τα φυλάκια του Ελληνικού Στρατού, προκειμένου έτσι να δυσχεράνουν οποιαδήποτε ενίσχυση, επιτέθηκε κατά των εξωτερικών φυλακίων όπου και πέτυχε λόγω της υπεροχής της να τα καταλάβουν. Σε ένα από τα φυλάκια μάλιστα φονεύθηκε όλη η δύναμη οπλιτών αυτού μαζί με τον αξιωματικό τους. Στη συνέχεια οι αντάρτες, αφού εισήλθαν στη πόλη, άρχισαν τις “χωρίς προηγούμενο λεηλασίες, φόνους και τους εμπρησμούς οικιών και απαγωγές ομήρων”, ενώ συνέχιζαν την επίθεση κατά των αμυνομένων στα διάφορα κέντρα αντίστασης.
Όταν μέσω ασυρμάτου ειδοποιήθηκε το Β’ Σώμα Στρατού στάλθηκε ισχυρή δύναμη με άρματα μάχης, τα οποία και έφθασαν το απόγευμα της ίδιας ημέρας, δηλαδή της 12ης Δεκεμβρίου. Επακολούθησαν οδομαχίες μέσα στη πόλη που κράτησαν μέχρι το απόγευμα της 13ης Δεκεμβρίου οπότε και οι αντάρτες καταδιωκόμενοι εγκατέλειψαν την πόλη.
Κατά την μάχη μεγάλη υπήρξε η υπηρεσία που πρόσφεραν οι πρόσκοποι της Καρδίτσας καθώς και άλλοι νεολαίοι. Στη μάχη της Καρδίτσας καταμετρήθηκαν περίπου 50 νεκροί από τον άμαχο πληθυσμό, ενώ απήχθηκαν ως όμηροι περίπου 500. Από τις δυνάμεις του Εθνικού Στρατού υπήρξαν 19 νεκροί και 85 τραυματίες.
Αξιοθέατα
Δυτικά στο τέλος του κεντρικού πεζόδρομου της πόλης συναντάμε το νεοκλασικό ξενοδοχείο Άρνη που έκτισε Γάλλος αρχιτέκτονας το 1920 και διέθετε θολωτό τρούλο. Νότια της κεντρικής πλατείας σε μικρή απόσταση βρίσκεται το εντυπωσιακό κτίριο της Δημοτικής Αγοράς ίσως το μοναδικό εναπομένον κτίριο αρχιτεκτονικού στυλ γνωστού ως “Μοντέρνο Κίνημα” βασισμένου στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο. Λειτουργεί ως χώρος πολιτισμού (όπου γίνονται εκθέσεις και παρουσιάσεις), ψυχαγωγίας, αλλά και ως εμπορικό κέντρο. Η οδός Βάλβη που οδηγεί στην αγορά είναι δρόμος που διατηρεί το χρώμα της παλαιάς Καρδίτσας.
Σε κεντρικό σημείο της πόλης δίπλα στην πλατεία Πλαστήρα βρίσκεται το άλσος του Παυσιλύπου το όνομα του οποίου προέρχεται από το γεγονός ότι ο περίπατος σ’ αυτό οδηγεί σε “παύση της λύπης”. Δίπλα στο πάρκο συναντάμε τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου του 19ου αιώνα (από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα). Κοσμείται με τοιχογραφίες του γνωστού Καρδιτσιώτη ζωγράφου Δημητρίου Γιολδάση. Μπαίνοντας στο Ναό κρέμεται η «άστοχη γερμανική βόμβα», που δεν έσκασε ποτέ προστατεύοντας σαν απο θαύμα το υπέροχο τρούλο του Ναού.
Πολύ κοντά βρίσκεται το Λαογραφικό μουσείο Λάμπρου και Ναυσικάς Σακελαρίου που φιλοξενεί προσωπικά αντικείμενα του Νικολάου Πλαστήρα, καραγκούνικες φορεσιές, κοσμήματα και εξαρτήματα παραδοσιακών στολών. Βόρεια της Μητρόπολης σε μικρή απόσταση, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Ναός της Ζωοδόχου Πηγής (περιοχή Καμινάδων) του 19ου αιώνα με το ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Στο τέλος του κεντρικού πεζόδρομου, φεύγοντας από το Παυσίλυπο βρίσκεται η κεντρική πλατεία, χαρακτηριστικό της οποίας είναι το κτίριο της Τραπέζης Πίστεως, το παλιό “Πάλλας”, εξαιρετικό νεοκλασικό, που χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και λειτούργησε ως ξενοδοχείο κι έπειτα ως κινηματογράφος. Σημείο αναφοράς είναι το Σιντριβάνι, που είναι πρόσφατο στολίδι για την πλατεία και απεικονίζει στις άκρες του τους αστερισμούς σε κάθε σημείο του ορίζοντα.
Άλλα σημαντικά κτίρια είναι το Δικαστικό μέγαρο, το ανακαινισμένο κτίριο της Επισκοπής και το πέτρινο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας.
Λίμνη Πλαστήρα
Η Λίμνη Πλαστήρα είναι λίμνη που βρίσκεται στο οροπέδιο της Νεβρόπολης στο Νομό Καρδίτσας. Είναι τεχνητή λίμνη, και το επίσημό της όνομα είναι λίμνη Ταυρωπού. Σχηματίστηκε το 1959 με την ολοκλήρωση του φράγματος στον ποταμό Ταυρωπό ή Μέγδοβα, η δε ιδέα για την κατασκευή της αποδόθηκε στον στρατιωτικό και πολιτικό Νικόλαο Πλαστήρα, όταν το 1935 που επισκέφθηκε την γενέτειρά του, και είχαν σημειωθεί καταστροφικές πλημμύρες στη περιοχή και την Μακεδονία από συνεχείς βροχοπτώσεις, βλέποντας τον χώρο φέρεται να είπε “πως εδώ μια μέρα θα γίνει λίμνη”, απ’ όπου και το πιο γνωστό της όνομα.
Η χρηματοδότηση της έγινε από χρήματα που χρωστούσε η Ιταλία στην Ελλάδα και την κατασκευή ανέλαβε γαλλική εταιρεία. Σήμερα τη διαχείριση του φράγματος έχει αναλάβει η ΔΕΗ. Να σημειωθεί ότι πριν την κατασκευή της λίμνης, υπήρχε στο οροπέδιο αεροδρόμιο, όπου προσγειώθηκε στην Ελλάδα το πρώτο συμμαχικό αεροπλάνο.
Περιέχει 400 εκατ. κυβικά μέτρα νερού, έχει μέγιστο μήκος 12 χλμ, μέγιστο πλάτος 4 χλμ, η συνολική της επιφάνεια είναι 24 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ το μέγιστο βάθος της είναι γύρω στα 60 μέτρα. Το νερό της χρησιμοποιείται για άρδευση και ηλεκτροπαραγωγή, καθώς εκεί κοντά, στο χωριό Μητρόπολη, βρίσκεται και υδροηλεκτρικό εργοστάσιο ισχύος 400 MW. Τα τελευταία χρόνια έχει αξιοποιηθεί και τουριστικά, με αρκετές δραστηριότητες πάνω και γύρω από τη λίμνη.